Γιάννης Μπεχράκης, ένα όνομα που δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Ακόμη και να μην ασχολείται κάποιος με τη φωτογραφία, είναι σίγουρο ότι θα έχει δει τις φωτογραφίες του. Γεννήθηκε το 1960 στην Αθήνα. Σπούδασε φωτογραφία στην Αθήνα και στο Πανεπιστήμιο Μίντλσεξ στο Λονδίνο.

Από το 1987 ξεκίνησε η καριέρα του ως φωτογράφος, καθώς άρχισε να εργάζεται για το Reuters. Υπήρξε για πολλά χρόνια επικεφαλής του φωτογραφικού τμήματος του πρακτορείου Reuters στην Αθήνα και αργότερα του αντίστοιχου, περίοπτου για τον δημοσιογραφικό κόσμο, τμήματος στην Μ. Ανατολή και συγκεκριμένα στο Ισραήλ και την Παλαιστίνη. Μέσα στη καριέρα του κάλυψε τα σημαντικότερα παγκόσμια γεγονότα των τελευταίων δεκαετιών. Την πολιορκία του Σαράγεβο, την πτώση της Καμπούλ, την Αραβική Άνοιξη, το Λίνο στη Σοµαλία, τους πολέμους στο Ιράκ και τη Συρία καθώς και την ευρωπαϊκή προσφυγική κρίση.

 

 

Βρέθηκε πάρα πολλές φορές αντιμέτωπος με το θάνατο και όταν τον ρωτούσαν πως το αντιμετώπιζε ο ίδιος έλεγε «Στην αρχή νιώθεις να κόβονται τα γόνατά σου, για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, αλλά μετά αποκτάς μια δύναμη που ξεπερνά το μέτρο».

Μια από αυτές τις στιγμές ήταν και το 2000 όταν βρέθηκε σε μια φονική ενέδρα στη Σιέρα Λεόνε. Βρέθηκε ανάμεσα σε πυρά και μέσα σε κλάσματα του δευτερόλεπτου κείτονταν δίπλα του νεκροί, στρατιώτες που συνόδευαν την αποστολή, ο φίλος του Μορένο Ντε Μόρα, κάμεραμαν και ο στενός Αμερικανός φίλος του, Κερτ Σορκ στον οποίο αφιέρωσε και την ομιλία του στο TEDxAthens.

 

 

Το 2015 μαζί με την ομάδα του ( Άλκης Κωνσταντινίδης και Αλέξανδρος Αβραμίδης) κάλυψε την προσφυγική κρίση που εκτυλισσόταν στη χώρα μας βρισκόμενος σε νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου, στον Πειραιά και στις ηπειρωτικές περιοχές, γεγονός που τους χάρισε το βραβείο Πούλιτζερ το 2016. Μια από τις συγκλονιστικότερες φωτογραφίες του είναι αυτή με τον Σύρο πρόσφυγα να φιλά την κόρη του.

Ο ίδιος έχει δηλώσει για αυτή τη λήψη: «Φορούσε μια αυτοσχέδια κάπα από σκουπιδοσακούλες για να προστατεύεται από τη βροχή. Και κάποια στιγμή, πηγαίνοντας προς αυτό που πίστευε ότι ήταν η ελευθερία και η λύτρωση, έσφιξε την κόρη του δυνατά στην αγκαλιά του και τη φίλησε. Όταν τον είδα να περπατά στη μέση του δρόμου έτσι με μια δύναμη και μια αγάπη, μου φάνηκε τεράστιος, σαν σούπερ ήρωας. Κι επειδή έχω κι εγώ μια κόρη στην ηλικία της δικής του, η σκηνή αυτή με συγκλόνισε. Λέω μάλιστα πολλές φορές χαριτολογώντας ότι με αυτή τη φωτογραφία απέδειξα ότι οι σούπερ ήρωες δεν υπάρχουν μόνο στη φαντασία μας. Υπάρχουν και στη ζωή. Μπορεί να είναι ένας απλός άνθρωπος χωρίς μόρφωση, ένας φτωχός, ένας ζητιάνος, κάποιος που δεν του δίνεις ενδεχομένως καμία σημασία. Έρχεται όμως μια στιγμή που αυτός ο άνθρωπος θα κάνει μια πράξη τόσο δυνατή, που θα σε αφήσει άναυδο με την ομορφιά της».

 

 

«Φωτογραφίζω τον πόνο και τη βια, αλλά και την ελπίδα. Γιατί πάντα μέσα από αυτές τις φωτογραφίες και από αυτά τα θέματα που κάνω δε πεθαίνει ποτέ η ελπίδα. Πάντα υπάρχει κάποιος άνθρωπος ο οποίος βοηθάει, προσπαθεί, θυσιάζεται και αυτό κρατάει την ελπίδα ζωντανή».

Πολλές φορές ήταν και ο ίδιος αυτός που βοηθούσε και κρατούσε την ελπίδα ζωντανή. Δεν ήθελε κανένας άνθρωπος να υποφέρει ή να περιθωριοποιείται.

 

 

Κάθε του κλικ συνδέεται με τη φράση του: «Η αποστολή μου είναι να εξασφαλίσω ότι κανείς δε θα μπορεί να πει, δε γνώριζα».

Στις 2 Μαρτίου 2019, άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 58 ετών, ύστερα από άνιση μάχη με τον καρκίνο. Ανάμεσα στα αμέτρητα δημοσιεύματα για τον χαμό του, το Reuters τον χαρακτηρίζει ως έναν από τους πιο διακεκριμένους και αγαπημένους φωτογράφους του πρακτορείου, «Στα 30 χρόνια καριέρας, ο Μπεχράκης κάλυψε πολλά από τα πιο ταραχώδη γεγονότα ανά τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένων των συγκρούσεων στο Αφγανιστάν και την Τσετσενία, έναν πολύ ισχυρό σεισμό στο Κασμίρ και την εξέγερση στην Αίγυπτο το 2011. Στην πορεία κέρδισε τον σεβασμό τόσο των συνεργατών όσο και των αντιπάλων του για τις ικανότητές του και την γενναιότητά του».

Γιάννη, σε ευχαριστούμε...